σαμπάνια

σαμπάνια
η, Ν
ονομαστό γαλλικό λευκό αφρώδες κρασί με αρχική προέλευση την Καμπανία τής Γαλλίας, ο καμπανίτης οίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. champagne < Champagne, επαρχία τής βορειοανατολικής Γαλλίας, όπου παρασκευάστηκε για πρώτη φορά (< λατ. campania)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σαμπάνια — η (λ. γαλλ.), είδος κρασιού, καμπανίτης οίνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμπανίτης — ο αφρώδης οίνος, που παραγόταν αρχικά στη γαλλική Καμπανία, σαμπάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Καμπανία (μεταφορά στην ελλ. τού γαλλ. τοπωνυμίου Champagne) + κατάλ. ίτης, πρβλ. ανατολίτης, ρητιν ίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • οινοπνευματοποιία — Η βιομηχανία της παραγωγής οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών ποτών. Βασικά, ο όρος σημαίνει την παραγωγή οινοπνεύματος με απόσταξη αλλά ο ίδιος όρος αναφέρεται και στα εργοστάσια παρασκευής ποτών που προέρχονται από ζύμωση, όπως τα κρασιά. Τα… …   Dictionary of Greek

  • σαμπανί — ο, η, το, Ν [σαμπάνια] άκλ. αυτός που έχει το χρώμα τής σαμπάνιας …   Dictionary of Greek

  • σαμπανιέρα — η, Ν δοχείο με τεμάχια πάγου στο οποίο τοποθετείται η φιάλη τής σαμπάνιας για να διατηρείται δροσερό το περιεχόμενό της. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαμπάνια + κατάλ. ιέρα (πρβλ. καφετ ιέρα)] …   Dictionary of Greek

  • σαμπανιζέ — ο, η, το, N άκλ. αυτός που έχει τις ιδιότητες τής σαμπάνιας, αφρώδης («σαμπανιζέ κρασί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. champagnise (βλ. και λ. σαμπάνια)] …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Καμπανία - Αρδένες — (Campagne Ardenne). Διοικητικό διαμέρισμα της βορειοανατολικής Γαλλίας (25.606 τ. χλμ., 1.342.363 κάτ. το 2000) με πρωτεύουσα το Σαλόν αν Σαμπάν (46.700 κάτ. το 2003· παλαιότερα ονομαζόταν Σαλόν σιρ Μαρν). Συνορεύει στα ΒΑ με το Βέλγιο, στα Α με… …   Dictionary of Greek

  • καμπανίτης — ο (λ. γαλλ.), η σαμπάνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”